- συνουσιαστής
- συνουσιαστήςcompanionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνουσιαστής — ο, ΝΑ [συνουσιάζω] νεοελλ. αυτός που έρχεται σε σαρκική επαφή με κάποιον αρχ. 1. σύντροφος («συνουσιαστὴν τοῡ Διὸς εἶναι τὸν Μίνων», Πλάτ.) 2. μαθητής 3. στον πληθ. οἱ συνουσιασταί αίρεση σύμφωνα με την οποία η θεία και η ανθρώπινη φύση ήταν στον … Dictionary of Greek
συνουσιαστήν — συνουσιαστής companion masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσιαστῶν — συνουσιαστής companion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσιαστάς — συνουσιαστά̱ς , συνουσιαστής companion masc acc pl συνουσιαστά̱ς , συνουσιαστής companion masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσιαστικός — ή, ό / συνουσιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνουσιαστής] αφροδισιακός αρχ. 1. κοινωνικός 2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.) 3. λάγνος, ασελγής … Dictionary of Greek
φιλοσυνουσιαστής — ὁ, Α αυτός που τού αρέσει η συνουσία, η σαρκική επαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + συνουσιαστής (< συνουσιάζω / ομαι)] … Dictionary of Greek
ԶՈՒԳԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0746 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c գ. συζυγής, γεῖς conjux, junx Ի բառէս Զոյգք. Լծակից ըստ մարմնոյ. կողակից. ամուսին. ընկերը, այսինքն կնիկը կամ էրիկը. ... *Պարզամիտ բնութիւն եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)